7
Δεκ

Να, ωρέ, έτσι ήτανε (της Έξοδος η μέρα).

Το διήγημα, μάλλον… πεζοτράγουδο (=λυρισμός και ποιητική γραφή: “Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο”), υπήρχε στα παλιά αναγνωστικά και οι κάπως παλιότεροι έτυχε και να το διδάξουμε. Η τωρινή δημοσίευση πάντως είναι κάτι σαν αφιέρωμα στο… 2021.

.

Παππού, σήκου, παππούλη: Σήμερα είναι μέρα επίσημη: Τι φυλάς το στρώμα και βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις – σώνεις πια: Έβγα να ιδής: Έλα ν’ αλλάξης και να πας στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα – Σάββατο Λαζάρου:

.
Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα… Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή – μήτε ο θεός να δώση:

.
Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά – του κάκου:

.
Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και πάλι.
-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά:
-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι…

.
-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

.
Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.
-Έφτασα: Τ’ άρματά μου:
Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.

.
Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’ άρματα κρατούν – και ρίχνουν:

.
Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δη «πώς ήτανε» – κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.

.
Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερή…

.
-Ωρέ, δεν ήταν έτσι: κράζει με δυνατή φωνή.

.
Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει.

.

Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.


Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.
-Να, ωρέ, έτσι ήτανε.
Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καϊμό του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 16/12/1911
«ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ» από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ» Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

(Σημείωση: από το Διαδίκτυο η αντιγραφή του διηγήματος. Εννοείται ότι η αυθαίρετη παραγραφοποίηση και τα τονίσματα χρεώνονται σε μένα).

Αναζήτηση:
Ιστορικό
Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  
Newsletter
Εισάγετε το email σας:

   

Για μένα
Είμαι φιλόλογος. Αποφάσισα να δημιουργήσω προσωπική Ιστοσελίδα, στην οποία θα μπορώ να καταγράφω τις απόψεις μου.

Χρυσόστομος Τσιρίδης
Επισκεψιμότητα

82.608

© 2024 · Χρυσόστομος Τσιρίδης · Με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος. · Δημιουργία και Φιλοξενία by MANBIZ ISP